Ο συν-Πολίτης μας
του Γιάννη Ευσταθιάδη
Στο σινάφι, είναι γνωστό ένα περιστατικό της δεκαετίας του 1980. Σε κοσμική σύναξη συστήνουν τον Νίκο Σαξώνη σε φιλότεχνη κυρία:
«Και από δω, ο κύριος Νίκος Σαξώνης, γραφίστας».
Η κυρία, με λιγωμένο ύφος:
«Χαίρω πάρα πολύ, κύριε Σαξώνη… Γραφίστας; Και τι ακριβώς γράφετε;».
Ο Νίκος, με ηρεμία βουδιστή και το ανέκαθεν σαρδόνιο χιούμορ του, απαντά:
«Γραφίστας είπαν, κυρία μου. Γραφίστας. Όχι συγγραφίστας!».
Ξαναθυμήθηκα τη σκηνή, με αφορμή το τιμητικό αυτό αφιέρωμα στον Κώστα Πολίτη, ο οποίος είναι –και θα το αποδείξω– και γραφίστας και συγγραφίστας μεγάλου διαμετρήματος.
Το όνομά του μου ήταν γνωστό, αλλά τον πρωτογνώρισα το 1975 στα γραφεία της IKON, το πληθωρικό δημιουργικό υβρίδιο του Γιώργου Ζαννιά. Είχα μόλις ιδρύσει –αποχωρώντας από την ΑΔΕΛ– εταιρεία παραγωγής, και ο Γιώργος με είχε καλέσει για μια πρώτη συνεργασία σε ταινία της ΒΙΟΦΑΡΜ για τις πάνες BABYLINO.
Το σενάριο προέβλεπε καρτούν, και το τζινγκλάκι, στη μελωδία τού «Μια ωραία πεταλούδα», επαναλάμβανε: «Πάνα είναι μόνο μία», παρωδώντας ευφυώς το «Μάνα είναι μόνο μία».
«Εξαιρετικό, Γιώργο μου!» του είπα. «Άντε, κέντησες πάλι…»
«Όχι εγώ» μου απάντησε με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου. «Δεν είναι δικό μου· είναι του Κώστα Πολίτη.»
«Μα αυτός είναι γραφίστας!» έκανα.
«Έτσι νομίζεις» μου απάντησε. «Περίμενε να τον γνωρίσεις.»
Έτσι τον γνώρισα – ένα πρωινό, στην οδό Δημοκρίτου 6, σε μια ψυχρή αίθουσα συμβουλίου. Όμως, εκείνη η πρώτη μου έκπληξη παραμένει έως σήμερα –37 χρόνια μετά– το ίδιο ζωντανή και ζωηρή, μια και, σ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Κώστας δεν σταμάτησε να με εκπλήσσει με τις ιδέες, το χιούμορ του, τη φρεσκάδα και την ευρηματικότητά του.
Το 1977, ήρθε part-time στην BOLD, κι ένα χρόνο μετά, μόνιμος. Για κάποια χρόνια, εκείνος κι εγώ είμαστε το μοναδικό δημιουργικό προσωπικό (εκείνος art, εγώ creative και copy). Πέρασαν τρία χρόνια για ν’ αποκτήσει μια βοηθό, και άλλα τόσα για να έχω υποστήριξη ενός κειμενογράφου.
Στη γραφιστική ήταν πρωτομάστορας. Το layout που επινοούσε για κάθε περίπτωση, ήταν μπροστά από την εποχή του και γίνονταν με μοναδική ευκολία και ταχύτητα.
Είχε την ικανότητα για κάθε μακέτα να κάνει πάμπολλες παραλλαγές, όλες εξίσου ενδιαφέρουσες, έτσι που δεν ήξερες τι να διαλέξεις.
Αν κατηγορώ για κάτι τον εαυτό μου, είναι ότι συνήθισα τους πελάτες τότε σε πολλαπλές εκδοχές ιδεών (ήταν και δικό μου χούι), αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν «l’embarras du choix» (αδυναμία επιλογής)!
Η πληθωρικότητά του τον οδηγούσε συχνά και σε κειμενογραφικά μονοπάτια, κι έτσι του οφείλουμε έναν από τους ωραιότερους τίτλους καταχώρισης της τελευταίας εικοσαετίας για τη NIKON: «Για όσους ονειρεύονται με το ένα μάτι κλειστό»!
Έκανε καταχωρίσεις και έστησε καταχωρίσεις, ονειρεύτηκε μεγαλόπνοες αφίσες σε μεγάλους δρόμους, μικρογράφησε τις ιδέες του σε αφισέτες εσωτερικών χώρων, μπήκε με θράσος σε χώρους πώλησης με Ρ.Ο.Ρ. υλικά που ποτέ δεν τα θεώρησε, όπως άλλοι γραφίστες, προϊόντα β΄ κατηγορίας, «έντυσε» προϊόντα με ευφάνταστες συσκευασίες, μελέτησε ιδανικά εταιρικές ταυτότητες, σχεδίασε με έμπνευση σήματα και λογότυπα, εμφυσώντας σε απλά γράμματα τη διαχρονική τους υπόσταση.
Με αστείρευτο κέφι και έμπνευση, έπαιζε με τα σχήματα, αναβάπτιζε γράμματα και στοιχεία, εμφυσούσε στις λέξεις ζωντανά χαρακτηριστικά και, εντέλει, μετέτρεπε τα προϊόντα σε μάρκες.