Μικρό Χρονικό
Κείμενο του Αιμίλου Καλιακάτσου
Στη μνήμη του Νίκου Σκιαδά
Παιδί, με γρατσουνισμένα γόνατα και κουρεμένο κεφάλι με την «ψιλή», για προστασία από τις βασανιστικές ψείρες, χάζευα μαγεμένος από τα τζαμωτά δύο παράξενα μαγαζιά της μικρής μας πόλης, που βρίσκονταν κοντά στη χαμοκέλα που ζούσαμε. «Εβδομαδιαία εφημερίς: “Το Βήμα” Πρεβέζης» και «Καλλιτεχνικαί Επιγραφαί – Ξυλογλυφείον “Ο Καποδίστριας”».
Λίγον καιρό αργότερα, τελειώνοντας το δημοτικό, διάβαινα το κατώφλι του τυπογραφείου του Λευκαδίτη Ντίνου Δελαπόρτα ως κάλφας, να μάθω την τέχνη. Το αφεντικό συχνά με έστελνε στο «Ξυλογλυφείον», να πάω τα σχέδια σε χαρτί να τα αντιγράψει ο Κερκυραίος Σπυρίδων Ματσαϊδόνης, ο κυρ Πίπης, σκαλίζοντάς τα στο χλωρό, μαλακό ξύλο αγριοφουντουκιάς, για την εικονογράφηση των εντύπων του τυπογραφείου. Με άφηνε να περιεργάζομαι το στενόχωρο εργαστήρι του και απαντούσε με ευγένεια στις άπειρες απορίες μου. Με το «γυαλί» στο ένα μάτι (μεγεθυντικός φακός σαν κι αυτόν των ρολογάδων), για να μπορεί να σκαλίζει ψιλοβελονιά, με τα διαφόρων μεγεθών και λεπτότητος εργαλεία του —σκαρπέλα, πούντες, ματσακόνια, σουβλιά, ροδέλες, πλάνες, κ.ά.π.—,τα ξύλινα κλισέ. Μαστόρευε και μεγάλα ξύλινα γράμματα για το τύπωμα διαφημιστικών καρτελών. Μερικές φορές μου ’δινε τον νταβά με τα καλοτοποθετημένα μέσα ξύλα να τα πάω στον φούρνο, που ήταν στον δρόμο μου.
«Να ψηθούν τα κουλουράκια μας, να φύγουν γρήγορα οι χυμοί και να σκληρύνει το ξύλο για το τύπωμα. Πες στον φούρναρη, δέκα λεπτά, όχι περισσότερο».
Στο «πρωτόγονο» τυπογραφείο του κυρ Ντίνου όλα γίνονταν στο χέρι. Η στοιχειοθεσία με τα μεταλλικά κινητά στοιχεία από την προσίδια κάσα της εποχής του Γουτεμβέργιου, και το τύπωμα για λίγα αντίτυπα, κυρίως διαφημιστικά, σε χειροκίνητη πρέσα κατασκευής 1670(;). Η εφημερίδα και τα βιβλία τυπώνονταν στην όρθια ποδοκίνητη «τιπ-τοπ» Victoria. Η βιβλιοδεσία «τεζάκι» με λεπτό κερωμένο σπάγγο και αλευρόκολλα με στύψη, για να μην την τρώνε οι κατσαρίδες και κυρίως τα ποντίκια.
Αυτή ήταν η αρχή. Μετά ήρθε η Αθήνα με τα μεγάλα σύγχρονα τυπογραφεία, τις λινοτυπίες, τις μονοτυπίες και τα αυτόματα πιεστήρια. Οι μυθικοί Αδελφοί Ταρουσόπουλοι στην Ακτή Πρωτοψάλτη στα ριζά της Καστέλλας, η «Γερμανίδα» φράου Γερτρούδη Χρήστου στην Καλλιθέα, οι λαμπροί Μυρτίδηδες στα Εξάρχεια, η Μπόλαρη και ο Ζουμαδάκης πλησίον της Ομόνοιας, και πόσοι ακόμα. Και κάπου εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η πρωτοπόρα διαφημιστική εταιρεία «Αλέκτωρ», του γνωστού από τις γιγαντοαφίσες του για τους κινηματογράφους Γιώργου Βακιρτζή συντροφιά με τον δεξιοτέχνη χαράκτη Παναγιώτη Γράβαλο. Τα γράμματα πια με λετρασέτ και λίγο αργότερα με αερογράφο.
Τώρα, κάνοντας σύντομο απολογισμό ενός 55χρονου εργασιακού βίου, σκέπτομαι πως αν δεν πέθαινε τόσο νωρίς ο ευπατρίδης των Γραμμάτων μας Παύλος Ζάννας, πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων, σίγουρα θα το στήναμε το Μουσείο της Τυπογραφίας και Γραφικών Τεχνών. Υπήρχαν και διορατικοί, δραστήριοι συνοδίτες: Ο Σπύρος Τσακνιάς και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ο επίμων Παύλος είχε κατορθώσει να δεσμευτεί περί αυτού ο υπουργός Παιδείας. Ήταν άνθρωπος που τον εκτιμούσαν και τον υπολόγιζαν όλοι. Γενναίος, ανιδιοτελής, απέραντα ευγενής. Ό,τι σχεδίαζε το πραγματοποιούσε. Μπορούσαμε, τότε, να σώσουμε από τα σκουπίδια και τα χυτήρια πολλά μηχανήματα και σπάνια εργαλεία. Σήμερα αυτό είναι πια αδύνατον. Βέβαια, δεν έλειψαν ευγενείς ιδιωτικές προσπάθειες, όπως το μικρό Μουσείο στα Χανιά και το ανάλογο στα Γιάννενα. Χρειαζόταν όμως μεγάλος και κατάλληλος χώρος για να διαγραφεί η πορεία των 500 χρόνων του ελληνικού βιβλίου και των εντύπων. Το διατηρητέο υπέροχο κτήριο των Ταρουσόπουλων (έχει γκρεμιστεί) ή το κτήριο του Εθνικού Τυπογραφείου στην Καποδιστρίου, το οποίο άλλωστε είχε υποσχεθεί ο αρμόδιος υπουργός να παραχωρήσει γι’ αυτόν τον σκοπό.
Αντ’ αυτού πια, κάτι, ίσως, θα μπορούσε να κάνει η Ένωση Γραφιστών Ελλάδος σε συνεργασία με το Εργαστήρι χαρακτικής και βιβλίου, που είχε οργανώσει θαυμασίως ο Γιάννης Κεφαλληνός στη Σχολή Καλών Τεχνών και που βρίσκεται εδώ και κάποια χρόνια ανενεργό στα υπόγεια της Σχολής στην Πειραιώς. Βέβαια πού να βρεθεί στις δύσκολες μέρες μας όρεξη για τέτοιες «πολυτέλειες», όταν τα προβλήματα επιβίωσης για πάρα πολλούς του κλάδου μας είναι πιεστικά και δισεπίλυτα.
Ο υπολογιστής, με τις απίστευτες δυνατότητές του, αχρήστευσε μέσα σε λίγα χρόνια ένα λαμπρό παρελθόν και κατάργησε χιλιάδες θέσεις εργασίας έμπειρων και ταλαντούχων επαγγελματιών. Εκδότες, διαφημιστές, ιδρύματα και οργανισμοί, με ελάχιστες αμοιβές σε αδαείς προσβάλλουν την όποια αισθητική μάς έχει απομείνει μετά και από το τσουνάμι του λαϊκισμού και της χυδαιότητας των τελευταίων τριάντα χρόνων.
Λαοί όμως χωρίς ενεργητικό και δραστήριο παρελθόν δεν μπορεί να έχουν το οποιοδήποτε αξιοπρεπές μέλλον.